- ραδιουργικός
- η , ό[ν] относящийся к интригам; интриганский; склочный (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραδιουργικός — ή, ό, Ν [ραδιουργία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιουργία 2. (για πρόσ.) αυτός που χρησιμοποιεί ραδιουργίες ή αυτός που ρέπει προς τη χρήση ραδιουργιών. επίρρ... ραδιουργικώς / ῥᾳδιουργικῶς ΝΜ, και ραδιουργικά Ν με ραδιουργικό τρόπο,… … Dictionary of Greek